- φωτογόνος
- -α, -ο / φωτογόνος, -ον, ΝΜ, θηλ. και -ος Ναυτός που παράγει φωςνεοελλ.1. κατάλληλος ως φωτιστική ύλη2. φρ. «φωτογόνα όργανα» — τα όργανα διαφόρων οργανισμών στα οποία συντελείται η διεργασία τού βιοφωσφορισμού, τής παραγωγής τού λεγόμενου ψυχρού φωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, τεκνο-γόνος].
Dictionary of Greek. 2013.