φωτογόνος

φωτογόνος
-α, -ο / φωτογόνος, -ον, ΝΜ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που παράγει φως
νεοελλ.
1. κατάλληλος ως φωτιστική ύλη
2. φρ. «φωτογόνα όργανα» — τα όργανα διαφόρων οργανισμών στα οποία συντελείται η διεργασία τού βιοφωσφορισμού, τής παραγωγής τού λεγόμενου ψυχρού φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, τεκνο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτογονία — η, ΝΑ [φωτογόνος] παραγωγή φωτός νεοελλ. 1. φωτογένεια 2. φωσφορισμός …   Dictionary of Greek

  • φωτογονικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογονία ή στον φωτογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Λεξικόν τού Ε. Legrand] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”